- συνεντευκτήριο(ν)
- το место свиданий, встреч
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεντευκτήριο — το, Ν ο τόπος όπου γίνεται η συνέντευξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εντευκτήριο. Η λ., στον λόγιο τ. συνεντευκτήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek